φουντουκιά

φουντουκιά
Λέγεται και λεπτοκαρυά (κόρυλος η αβελλάνιος). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Φτάνει σε ύψος τα 2-5 μ. και αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση μέσα ή στις παρυφές των δασών βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς, στις λοφώδεις και ημιορεινές ζώνες των εύκρατων περιοχών. Έχει φύλλα ωοειδή, δις οδοντωτά, με ελαφρύ χνούδι από κάτω. Τα άρρενα άνθη σχηματίζουν πρωιμότατους ίουλους, κρεμαστούς, κυλινδρικούς. Αντίθετα, τα θήλεα είναι μασχαλιαία, ελάχιστα εμφανή και κλεισμένα σε ένα είδος οφθαλμού πράσινου χρώματος. Οι καρποί, τα φουντούκια ή λεπτοκάρυα, είναι ενωμένα ανά 2-4 και συγκρατούνται το καθένα χωριστά σε φυλλοειδή κύπελλα, κωδωνοειδή και κροσσωτά. Βοτανικά, ο καρπός είναι κάρυο και αποτελείται από ένα ξυλώδες, αδιάρρηκτο περικάρπιο, λευκοπράσινο αρχικά, σκούρο ερυθρωπό κατά την ωρίμανση, στο οποίο περικλείεται ένα δικοτυλήδονο, χοντρό, σφαιροειδές σπέρμα, που έχει επενδυθεί με μια λεπτή μεμβράνη, θαμπή και χνουδωτή. Το σπέρμα (ψίχα) είναι εδώδιμο, εύγευστο και ελαιούχο: καταναλώνεται ως ξηρός καρπός ή χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. Με πίεση δίνει άριστης ποιότητας λάδι σε ποσοστό 50-75%. Η φ. φαίνεται ότι πρωτοκαλλιεργήθηκε στον Πόντο της Μικράς Ασίας πριν από 2.500 και περισσότερα χρόνια. Αργότερα διαδόθηκε στην Ελλάδα και με τους Έλληνες αποίκους στη νότια Ιταλία. Σήμερα καλλιεργείται ιδιαίτερα στην Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία, ΗΠΑ. Στην Ελλάδα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στους νομούς Δράμας, Πιερίας και Ξάνθης. Οι κυριότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα προέρχονται από τον Πόντο. Καλλιεργείται επίσης και η ισπανική ποικιλία νεγκρέτα. Ένα άλλο δέντρο, η αγριοφουντουκιά, ανήκει επίσης στην οικογένεια των βετουλιδών. Πρόκειται για μικρό δέντρο, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό. Φυτρώνει στην Πίνδο και σε ορεινές περιοχές της Ακαρνανίας, καθώς και σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Φωτογραφία του φυτού φουντουκιά. Κλαδίσκος με καρπούς φουντουκιάς.
* * *
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών 15 περίπου ειδών τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κόρυλος, που ανήκει στην τάξη βετουλίδες, αλλ. λεπτοκαρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουντούκι + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμον-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φουντουκιά — η είδος φυτού, αλλ. λεπτοκαρυά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ …   Dictionary of Greek

  • τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”